- νηλεές
- νηλεήςmasc/fem voc sgνηλεήςneut nom/voc/acc sgνηλήςpitilessneut nom/voc/acc sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νηλέες — νηλής pitiless masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηλεής — και νηλής και επικ. τ. νηλειής, ές (Α) 1. ανηλεής, σκληρός, άσπλαχνος 2. (με παθ. σημ.) αυτός τον οποίο κανείς δεν ευσπλαχνίζεται, δεν λυπάται («ἔκειτο νηλεές... σῶμα», Σοφ.) 3. φρ. «νηλεὲς ἦμαρ» η ημέρα τού θανάτου. επίρρ... νηλεώς και επικ. τ.… … Dictionary of Greek
Sklaverei bei Homer — In den ältesten literarischen Werken der Antike, den homerischen Epen, wird die Sklaverei als völlig selbstverständlich vorausgesetzt. Obwohl sich in der Ilias (ca. 750 v. Chr) und der Odyssee (etwa 700 v. Chr) zahlreiche Hinweise über unfreie… … Deutsch Wikipedia
Sklaverei in den homerischen Epen — In den ältesten literarischen Werken der Antike, den homerischen Epen, wird die Sklaverei als völlig selbstverständlich vorausgesetzt. Obwohl sich in der Ilias (ca. 750 v. Chr.) und der Odyssee (etwa 700 v. Chr.) zahlreiche Hinweise… … Deutsch Wikipedia
ήμαρ — ἦμαρ, δωρ. και αρκ. τ. ἆμαρ, τὸ (Α) 1. η ημέρα («νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. (ως επίρρ.) ἦμαρ κατά τη διάρκεια τής ημέρας 3. φρ. α) «μέσον ἦμαρ» μεσημέρι β) «δείελον ἦμαρ» δειλινό γ) «ἐπ ἤματι» i) καθημερινά ii) κατά το διάστημα τής ημέρας… … Dictionary of Greek
κυνοσπάρακτος — κυνοσπάρακτος, ον (Α) αυτός που κατασπαράχθηκε από σκυλιά («ἔνθ ἔκειτο νηλεὲς κυνοσπάρακτον σῶμα Πολυνείκους», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + σπαράσσω] … Dictionary of Greek
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek